ακηδεμόνευτος

ακηδεμόνευτος
-η, -ο
1. ο ανήλικος που δεν έχει κηδεμόνα: Ήταν παιδί ορφανό κι ακηδεμόνευτο.
2. αυτός για τον οποίο δε φροντίζει κανένας, απροστάτευτος: Τα συμφέροντά τους είχαν αφεθεί ακηδεμόνευτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακηδεμόνευτος — η, ο (Α ἀκηδεμόνευτος, ον) [κηδεμονεύω] αυτός για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, παραμελημένος, απροστάτευτος νεοελλ. (για ανηλίκους και υπεξουσίους) αυτός που δεν διατελεί υπό κηδεμονία …   Dictionary of Greek

  • ανεπιτρόπευτος — η, ο (Α ἀνεπιτρόπευτος, ον) χωρίς κηδεμόνα ή επόπτη, ακηδεμόνευτος νεοελλ. (Νομ.) 1. (για ανήλικο αχειραφέτητο και υπό νομική απαγόρευση) εκείνος που δεν έχει επίτροπο 2. εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να ασκηθεί επιτροπεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”